- στερεοβαρής
- και στερροβαρής, -ές, Απιθ. (κατά τον Ησύχ.) σκληρός και βαρύς συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + βαρύς, κατά τα επίθ. σε -ής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερροβαρής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής … Dictionary of Greek